- απλός
- -ή, -ό (AM ἁπλοῡς, -ῆ, -οῡν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)1. μονός2. ανεπιτήδευτος, απέριττος3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύςνεοελλ.εύκολος, ευκολονόητοςαρχ.1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος2. καθαρός, αμιγής3. ανεύθυνος, αναρμόδιος4. γενικός, αόριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από *sm -pl -o -s (το αρχικό α- < *sm -, πρβλ. ἅμα, εἷς) και συνδέεται με το λατ. simplus, simplex. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση μαρτυρία αποτελεί το ομηρ. απλοΐς, απαντά ήδη στα ομηρ. διπλόος, διπλήν κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. απλός, διπλός, οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. simplus, duplus (γοτθ. tweifls «αμφιβολία»), στους οποίους εμπεριέχεται ρίζα pl- που απαντά επίσης στα λατ. simplex, plecto, ελλ. πλέκω κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -πλοος προϊόν παρετυμολογίας από το πλόος < πλέω, οπότε το -πλος θα εκληφθεί είτε ως ριζικό όνομα είτε ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία προέλευση της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική διπλει, διπλη.ΠΑΡ. απλοϊκός, απλότητα, απλούςαρχ.απλοΐςνεοελλ.απλουστεύω.ΣΥΝΘ. αρχ. απλοσχήμωννεοελλ.απλογραφία, απλοελληνικός, απλολογία, απλοποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.